κειμηλιοθήκη

κειμηλιοθήκη
κειμηλιοθήκη η
сокровищница для хранения святынь, реликвий (в монастырях)

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κειμηλιοθήκη" в других словарях:

  • κειμηλιοθήκη — η 1. θήκη όπου φυλάσσονται κειμήλια 2. λειψανοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιο(ν) + θήκη (< θήκη < τίθημι), πρβλ. αρχειο θήκη, κοσμηματο θήκη] …   Dictionary of Greek

  • κειμηλιοθήκη — η θήκη μέσα στην οποία φυλάσσονται κειμήλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σλουμπερζέ, Λεόν-Γκυστάβ — (Leon Schlumberger). Γάλλος βυζαντινολόγος και νομισματολόγος (Γκεμπβιλλέρ, Αλσατία 1844 Παρίσι 1929). Σπούδασε ιατρική και υπηρέτησε ως χειρουργός στο γαλλικό στρατό κατά το γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870. Σύντομα όμως τον κέρδισε οριστικά η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»